- ταχύμυθος
- τᾰχῠ-μῡθος, ον,A speaking fast, Nonn.D.21.276; φωνή ib.37.319.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύμυθος — speaking fast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύμυθος — ον, ΜΑ ταχύλογος*, αυτός που μιλάει γρήγορα («τοῑον ἔπος ταχύμυθος ἐπέγραφε δίζυγι δέλτῳ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μῦθος (πρβλ. πολύ μυθος)] … Dictionary of Greek
ταχύμυθον — ταχύμυθος speaking fast masc/fem acc sg ταχύμυθος speaking fast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek